- νερόβραστος
- η , ο1) сваренный на воде; 2) перен. пресный, неинтересный [тж. о человеке);
νερόβραστα αστεία — плоские шутки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νερόβραστα αστεία — плоские шутки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νερόβραστος — η, ο 1. αυτός που μαγειρεύεται χωρίς λάδι ή λίπος: Νερόβραστα φασόλια. 2. μτφ., άχαρος άνθρωπος, άνοστος, σαχλός: Νερόβραστος γαμπρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερόβραστος — η, ο 1. αυτός που έχει βραστεί μόνο με νερό 2. ανούσιος, άνοστος 3. μτφ. ανόητος, σαχλός 4. αυτός που δεν έχει καθόλου ζωτικότητα, απαθής, ψυχρός … Dictionary of Greek